Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

βουίζουν τ'

  • 1 βουΐζω

    (αόρ. (ε)βούϊξα) μετ.
    1) шуметь; гудеть; выть; реветь; рокотать;

    βουΐζει ο άνεμος — ветер завывает;

    βουΐζει η θάλασσα — море шумит;

    βουΐζει το πλήθος — толп! гудит;

    τα μοτέρ βουΐζουν — моторы ревут;

    2) гудеть, звенеть, жужжать;

    βουΐζουν τ' αυτιά μου — в ушах звенит, гудит;

    § βούιξε το χωριό (ο τόπος κ.λ.π.) вся округа заговорила об этом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βουΐζω

  • 2 αφτί

    το
    1) ухо;

    γαϊδουρίσια αφτια — ослиные уши;

    βουλώνω τ' αφτιά — затыкать уши;

    βουίζουν τ' αφτιά μου — в ушах звенит;

    τραβώ τ' αφτία — или πιάνω από τ'αφτί — драть за уши;

    2) слух;

    έχω γερό αφτί — иметь хороший слух;

    τρυπ τ' αφτιά — резать слух;

    δεν έχω (μουσικό) αφτί — не иметь (музыкального) слуха;

    4) ручка, ушко (сосуда, сумки и т. п.);

    βάζω αφτί — прислушиваться;

    τεντώνω ( — или τσιτώνω, στήνω, στυλώνω) τ' αφτί ( — или τ' αφτιά) — или 2χω τεντωμένο τ' αφτί — или έχω τεντωμένα τ' αφτια — с) навострить уши, насторожиться; — б) держать ухо востро;

    έχει τσιτωμένα τ' αφτιά του — у него ушки на макушке;

    είναι περήφανο τ' αφτ μου — быть тугим на ухо;

    κάτι πήρε τ' αφτί μου — я что-то слышал об этом (краем уха);

    μου πήρες τ' αφτιά με τίς φωνές σου — у меня барабанные перепонки лопнут от твоего крика;

    αφτί καί μάτι ( — держи) ушки на макушке, смотри в оба;

    δεν πιστεύω (σ)τ' αφτιά μου — не верить своим ушам;

    λέγω ( — или ψιθυρίζω) κάτι στο αφτί — говорить что-л, на ухо, нашёптывать;

    του το σφύριξαν στ' αφτί — это ему подсказали;

    κοκκινίζουν τ' αφτιά από ντροπή — а) покраснеть до ушей от стыда; — б) уши вянут;

    φτάνω στ' αφτιά κάποιου — доходить до чьйх-л. ушей; — становиться известным кому-л.;

    ρίχνω ( — или κατεβάζω) τ' αφτιά — поджать хвост, испугаться;

    απ' το στόμα σου και στού Θεού τ' αφτί — да сбудутся твои слова;

    από τ' αφτί και στο δάσκαλο — поспешно, наспех, живо;

    μου 'φάγε τ' αφτιά — он мне все уши прожужжал, протрубил;

    δεν ιδρώνει τ' αφτί του — он и ухом не ведёт; — он и в ус не дует;

    του μπήκαν ψύλλοι στ' αφταφτb7)αφτιά — его охватило подозрение; — он начал беспокоиться;

    είμαι (или γίνομαι) όλος αφτιά превращаться в слух, слушать во все уши;

    γελουν και τ' αφτιά μου — быть вне себя от радости;

    από το 'να αφτί του μπαίνει κι' από τ' άλλο βγαίνει — погов, у него в одно ухо влетает, в другое вылетает;

    κοιλιά γεμάτη αφτιά δεν έχει погов, сытый голодного не разумеет;
    κι' οι τοίχοι έχουν αφτιά погов, и у стен есть уши

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αφτί

См. также в других словарях:

  • βουίζω — 1. φωνάζω, κραυγάζω 2. παράγω βοή («βουίζει ο αέρας, το δάσος, το ποτάμι») 3. αντηχώ, αντιλαλώ («βουίζει η εκκλησία απ τη φωνή του») 4. φρ. «βουίζει το χωριό» για διάδοση δυσφημιστική εις βάρος κάποιου 5. «βουίζουν τ αφτιά μου», «βουίζει το… …   Dictionary of Greek

  • βύκτης — βύκτης, ο (Α) 1. φρ. «ἄνεμοι βύκται» άνεμοι που βουίζουν 2. ως ουσ. θυελλώδης άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εάν γίνει αποδεκτή η αρχαία σημ. «αυτός που φυσά, που βουίζει», τότε η λ. βύκτης συνδέεται με τη γλώσσα του Ησυχίου «βεβυκώσθαι (ή βεβηκώσθαι)… …   Dictionary of Greek

  • εμβομβώ — ἐμβομβῶ ( έω) (Α) «ἐμβομβοῡσι ταῑς ἀκοαῑς» βουίζουν μέσα στ αφτιά τών ανθρώπων …   Dictionary of Greek

  • σφυρίζω — και σφυρώ και ως ασυναίρ. σφυράω Ν 1. εκβάλλω οξύ, διαπεραστικό ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή με τα δάχτυλα στο στόμα ή με ένα κατάλληλο όργανο, συρίζω 2. ειδοποιώ, ανακοινώνω, δίνω σύνθημα με σφύριγμα (α. «όταν περνάς έξω από το σπίτι μου …   Dictionary of Greek

  • αυτί — αυτί, το και αφτί, το 1. το αισθητήριο της ακοής: Από χτες βουίζουν τ αυτιά μου. 2. το αίσθημα της ακοής: Έχει καλό αυτί. 3. μουσικό αίσθημα: Παίζει με τ αυτί (παίζει εμπειρικά). 4. λαβή δοχείου ή άλλου αντικειμένου: Έπιασε το πιθάρι από τ αυτιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουίζω — ισα και ιξα 1. παράγω βοή, βγάζω ήχο: Το χειμώνα ο αέρας βουίζει ανάμεσα στα κλαδιά.– Τ’ αυτιά μου βουίζουν. 2. διαλαλώ: Βούιξε ο τόπος (έγινε πολύς λόγος για κάτι και σε μεγάλη έκταση) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»