-
1 βουΐζω
(αόρ. (ε)βούϊξα) μετ.1) шуметь; гудеть; выть; реветь; рокотать;βουΐζει ο άνεμος — ветер завывает;
βουΐζει η θάλασσα — море шумит;
βουΐζει το πλήθος — толп! гудит;
τα μοτέρ βουΐζουν — моторы ревут;
2) гудеть, звенеть, жужжать;βουΐζουν τ' αυτιά μου — в ушах звенит, гудит;
§ βούιξε το χωριό (ο τόπος κ.λ.π.) вся округа заговорила об этом -
2 αφτί
το1) ухо;γαϊδουρίσια αφτια — ослиные уши;
βουλώνω τ' αφτιά — затыкать уши;
βουίζουν τ' αφτιά μου — в ушах звенит;
τραβώ τ' αφτία — или πιάνω από τ'αφτί — драть за уши;
2) слух;έχω γερό αφτί — иметь хороший слух;
τρυπ τ' αφτιά — резать слух;
δεν έχω (μουσικό) αφτί — не иметь (музыкального) слуха;
4) ручка, ушко (сосуда, сумки и т. п.);βάζω αφτί — прислушиваться;
τεντώνω ( — или τσιτώνω, στήνω, στυλώνω) τ' αφτί ( — или τ' αφτιά) — или 2χω τεντωμένο τ' αφτί — или έχω τεντωμένα τ' αφτια — с) навострить уши, насторожиться; — б) держать ухо востро;
έχει τσιτωμένα τ' αφτιά του — у него ушки на макушке;
είναι περήφανο τ' αφτ μου — быть тугим на ухо;
κάτι πήρε τ' αφτί μου — я что-то слышал об этом (краем уха);
μου πήρες τ' αφτιά με τίς φωνές σου — у меня барабанные перепонки лопнут от твоего крика;
αφτί καί μάτι ( — держи) ушки на макушке, смотри в оба;
δεν πιστεύω (σ)τ' αφτιά μου — не верить своим ушам;
λέγω ( — или ψιθυρίζω) κάτι στο αφτί — говорить что-л, на ухо, нашёптывать;
του το σφύριξαν στ' αφτί — это ему подсказали;
κοκκινίζουν τ' αφτιά από ντροπή — а) покраснеть до ушей от стыда; — б) уши вянут;
φτάνω στ' αφτιά κάποιου — доходить до чьйх-л. ушей; — становиться известным кому-л.;
ρίχνω ( — или κατεβάζω) τ' αφτιά — поджать хвост, испугаться;
απ' το στόμα σου και στού Θεού τ' αφτί — да сбудутся твои слова;
από τ' αφτί και στο δάσκαλο — поспешно, наспех, живо;
μου 'φάγε τ' αφτιά — он мне все уши прожужжал, протрубил;
δεν ιδρώνει τ' αφτί του — он и ухом не ведёт; — он и в ус не дует;
του μπήκαν ψύλλοι στ' αφταφτb7)αφτιά — его охватило подозрение; — он начал беспокоиться;
είμαι (или γίνομαι) όλος αφτιά превращаться в слух, слушать во все уши;γελουν και τ' αφτιά μου — быть вне себя от радости;
από το 'να αφτί του μπαίνει κι' από τ' άλλο βγαίνει — погов, у него в одно ухо влетает, в другое вылетает;
κοιλιά γεμάτη αφτιά δεν έχει погов, сытый голодного не разумеет;κι' οι τοίχοι έχουν αφτιά погов, и у стен есть уши
См. также в других словарях:
βουίζω — 1. φωνάζω, κραυγάζω 2. παράγω βοή («βουίζει ο αέρας, το δάσος, το ποτάμι») 3. αντηχώ, αντιλαλώ («βουίζει η εκκλησία απ τη φωνή του») 4. φρ. «βουίζει το χωριό» για διάδοση δυσφημιστική εις βάρος κάποιου 5. «βουίζουν τ αφτιά μου», «βουίζει το… … Dictionary of Greek
βύκτης — βύκτης, ο (Α) 1. φρ. «ἄνεμοι βύκται» άνεμοι που βουίζουν 2. ως ουσ. θυελλώδης άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εάν γίνει αποδεκτή η αρχαία σημ. «αυτός που φυσά, που βουίζει», τότε η λ. βύκτης συνδέεται με τη γλώσσα του Ησυχίου «βεβυκώσθαι (ή βεβηκώσθαι)… … Dictionary of Greek
εμβομβώ — ἐμβομβῶ ( έω) (Α) «ἐμβομβοῡσι ταῑς ἀκοαῑς» βουίζουν μέσα στ αφτιά τών ανθρώπων … Dictionary of Greek
σφυρίζω — και σφυρώ και ως ασυναίρ. σφυράω Ν 1. εκβάλλω οξύ, διαπεραστικό ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή με τα δάχτυλα στο στόμα ή με ένα κατάλληλο όργανο, συρίζω 2. ειδοποιώ, ανακοινώνω, δίνω σύνθημα με σφύριγμα (α. «όταν περνάς έξω από το σπίτι μου … Dictionary of Greek
αυτί — αυτί, το και αφτί, το 1. το αισθητήριο της ακοής: Από χτες βουίζουν τ αυτιά μου. 2. το αίσθημα της ακοής: Έχει καλό αυτί. 3. μουσικό αίσθημα: Παίζει με τ αυτί (παίζει εμπειρικά). 4. λαβή δοχείου ή άλλου αντικειμένου: Έπιασε το πιθάρι από τ αυτιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουίζω — ισα και ιξα 1. παράγω βοή, βγάζω ήχο: Το χειμώνα ο αέρας βουίζει ανάμεσα στα κλαδιά.– Τ’ αυτιά μου βουίζουν. 2. διαλαλώ: Βούιξε ο τόπος (έγινε πολύς λόγος για κάτι και σε μεγάλη έκταση) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)